ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ


Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Ο Καζαντζάκης για τον Δραγούμη


του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Προέδρου της ΝΕ.Ο.Σ.


Ο Καζαντζάκης, εκτός από το ποίημα που συνέγραψε για τον θάνατο του Ίωνα Δραγούμη, στο βιβλίο του «Συμπόσιον» κάνει σημαντικές αναφορές στο πρόσωπο του, που έχουν μείνει κατά το πλείστον άγνωστες. Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται ένας φανταστικός διάλογος κάποιων φίλων γύρω από θέματα όπως ο Θεός, η Πατρίδα, η Μεγάλη Ιδέα. Σε αυτόν τον διάλογο εμφανίζεται ο Ίων Δραγούμης με το όνομα «Κοσμάς», ενώ ο Νίκος Καζαντζάκης με το όνομα «Άρπαγος». Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που καταδεικνύει και την εκτίμηση που είχε ο Καζαντζάκης για το πρόσωπο του Δραγούμη:

«Σε λίγη ώρα είπε ο Κοσμάς: Άρπαγε, ανάστησες μπροστά μου τον αδάμαστο πατέρα. Κι ένιωσα πάλι στην κορφή του κεφαλιού μου το βαρύ του χέρι να με βλογάει, σα να με σκάβει. Ήτανε βράδυ – είχα περάσει βιαστικός από την Πόλη να πάρω την ευκή του. Έτρεχα μέσα από τα στενορύμια του Φαναριού, κοίταζα αρπαχτικά την Πόλη, δεξά ζερβά, κι έλεγα: «Καρδιά, μωρή καρδιά, σώπα και δική σου είναι!»

Το άλλο πρωί θα ‘φευγα για τα μακρινά βουνά ν’ ανοίξω σκολειό μέσα στη βουλγάρικη φάρα – και δεν ήξερα αν θα ‘φτανα ζωντανός. Και πήγαινα βιαστικός να μεταλάβω από τη δύναμη του Αρχηγού. Ό Πατριάρχης με κοίταξε ίσα, σημαδευτά, σα να με ζύγιαζε. Ήταν η πρώτη φορά που μ’ έβλεπε.

Ξαφνικά, απλώνοντας το χέρι του, το απίθωσε στο κεφάλι μου κι είπε: «Ένας Έλληνας, είκοσι πέντε χρονών, δάσκαλος στην Καστοριά, δεν τόλμησε πέρυσι, στις 25 του Μάρτη, να πάει τα παιδιά στην εκκλησιά. Ένας δάσκαλος Βούλγαρος πήρε την ίδια μέρα μια μπόμπα, μπήκε στο Προξενείο μας, μέσα στο πλήθος τους Ρωμιούς που φοβισμένα είχαν αρχίσει να σιγοτραγουδούν «σε γνωρίζω από την κόψη», σήκωσε το χέρι και τίναξε απάνου στο τραπέζι την μπόμπα. Τον ξέσκισαν κομμάτια, όμως παράπονο δε βγήκε από το στόμα του, μα έφεγγε όλος απ’ την κορφήν ως τα νύχια. Να, τέτοιους δασκάλους θέλει το γένος».

Κι έριχνες κι εσύ μπόμπες, είπε ο Άρπαγος. Έπαιζες τη ζωή, Κοσμά, σαν επικίνδυνο ηδονικό παιχνίδι, καταφρονώντας την ύπαρξη των ανθρώπων, σα λεπτομέρεια, ένα μόνο με πείσμα και σιωπή σημαδεύοντας – το ακέραιο Χρέος. Όταν περνούσες, βιαστικός πάντα, από την Αθήνα, σιχαινόσουν τη σίγουρη ζωή, δε χωρούσες στα σπίτια, έφευγες, μάζευες τους νέους σε κανένα ερημικό ξωκλήσι και τους μιλούσες. Και να, στις νέες φαντασίες σηκώνονταν ολοχιόνιστα τα μακεδονίτικα βουνά, το Περιστέρι, ο Χολομώντας, το Παγγαίο, το Μπέλες, και κυλούσαν με τα θολά νερά τους, πλατιοί και πλούσιοι, σα φλέβες βασιλικές, ο Στρυμόνας κι ο Βαρδάρης.

Και μακριά φαίνονταν τα χωριά μέσα στα έλατα ή κάτου στους λασπερούς κάμπους που περίμεναν τους «Έλληνες» να ‘ρθουν να χτυπήσουν γοργά τις ρωμαίικες καμπάνες και στην αυλή της εκκλησιάς να φωνάξουν το Θεό της Ελλάδας ν’ αρματωθεί πια και ν’ αρχίσει! Οι νέοι άκουγαν την τσευδή, μπερδεμένη σαν του Μωυσή λαλιά σου, κι η οσμή του αίματος τους δρίμωνε τα φρένα τους και δεν μπορούσαν πια να βαστάξουν τη μετριότητα. Ερχόσουν από θρυλικές χώρες, ιεραπόστολος του κιντύνου, ένας ακρίτας που, ορθός στην πιο ακρινή βίγλα της πατρίδας, πολεμούσες τους βαρβάρους.

Κάποτε, αδέξια και βακχικά τους σιγοτραγουδούσες ανατολίτικους, ηπειρώτικους, μακεδονίτικους σκοπούς, κι ο άγριος ρυθμός τραβούσε τα νέα κορμιά, σαν ερωτικό τραγούδι μιας μακρινής γυναίκας. Και κάποτε σηκωνόσουν και σέρνατε όλοι μαζί ένα χορό πολεμικό, ερωτικό και βάρβαρο. Νέο αίμα θολό, σαν ακαταστάλαχτο δυνατό κρασί, έριχνες μέσα στις ελλαδίτικες φλέβες, κι η ζωή η μαραζιάρα ξαφνικά έλαμψε απάνου στα στήθη, σα μαχαίρι.

Κοσμά, η Ευθύνη, η δέκατη μούσα, που δεν καθίζει αυτή ποτέ στα γόνατα του ανθρώπου, τινάχτηκε μέσα σου πάνοπλη, σαν ανυπόταχτη πολεμική κραυγή. Κι είπες: Χρέος μου είναι να κάνω ό,τι κανένας δε με υποχρεώνει να κάμω, να φορτώνομαι όλες τις αμαρτίες και να φυτρώνω όπου κανένας δε με σπέρνει. Μια μέρα, θυμάσαι, μου ‘γραψες, όταν λαβωμένος αγωνιούσες σ’ ένα ηπειρώτικο κατώι: «Είμαι ο τράγος της Παλαιάς Διαθήκης, που, φορτωμένος στα διπλά νεφρά του τα κρίματα αλάκερου λαού, τραβάει κατά την έρημο να σκοτωθεί». Μα φοβούμαι, επρόσθεσεν ο Άρπαγος γελώντας, το εγκώμιο του Κοσμά κοντεύει να ξεχειλίσει από τα ιερά σύνορα του σκοπού του. Κι ακόμα, ξεχνώ πώς στο χέρι του Ξένιου Δια το κύπελλο δεν πρέπει ποτέ να μένει αδειανό.

Γελαστή σηκώθηκε η Ελένη και γιόμισε τα ποτήρια. Άρχισε να πίνουν σιγά, και το μέτωπο των αντρών έπλεε μέσα στο κρασί τεράστιο, καθαρό και νηφάλιο, σα να ‘χε ξαφνικά, στο ερημικό τούτο ακρογιάλι, ξαναβρεί την ακέραιη σημασία του το μυστικό πιοτό...»


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Ιούλιος 2009) του περιοδικού «Απόδραση» της ΝΕ.Ο.Σ. (Νεολαία Ορθόδοξου Συναγερμού).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου