ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Ο Καφετζόπουλος αντιμετανάστης ροκάς στην «Ακαδημία Πλάτωνος»

του Γιώργου Πισσαλίδη




Συνεχίζει την προβολή της στους κινηματογράφους η «Ακαδημία Πλάτωνος», η βραβευμένη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο σουρεαλιστική τραγικωμωδία του Φίλιππου Τσίτου με τον Αντώνη Καφετζόπουλο στον ρόλο ενός αντιμετανάστη ροκά της ομώνυμης συνοικίας. Πρόκειται για την ίδια ταινία, που όταν πέρυσι γινόταν τα γυρίσματα της, είχε πάρει τον τίτλο «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ». Τότε πολλοί είχαν σκεφτεί ότι θα μιλά για φονικά των «κακών» Ελλήνων εναντίον Αλβανών. Όμως τελικά αποδείχθηκε ότι πρόκειται περί κωμωδίας, μάλλον συμπαθούς, παρόλο το θέμα της.

Ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) είναι ένας ψιλικατζής με ένδοξο ροκ παρελθόν. Κάθεται κάθε μέρα και τεμπελιάζει με τους φίλους του, νοσταλγώντας τις μέρες που άκουγαν «Στάτους Κβο» και έπεφτε κυνηγητό με τους αστυνομικούς στις συναυλίες του Ρόρυ Γκάλαχερ (Ιρλανδού θρύλου του μπλουζ ροκ) και των Πολίς. Η αγαπημένη του συνήθεια (που ο σκηνοθέτης φυσικά κατακρίνει) είναι να κρίνει την κατάληψη της γειτονιάς του από τους μετανάστες και πόσοι ξένοι δουλεύουν στα δημόσια έργα ή τις γειτονικές πολυκατοικίες. Από την άλλη, η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει και ζει λίγο παρακάτω με κάποιον άλλο, που ποτέ δεν βλέπουμε, αλλά τον ακούμε εκτός πλάνου.

Όμως ο Σταύρος δεν παίρνει την ζωή στα χέρια του. Αντί να οργανώσει επιτροπή ενάντια στην λαθρομετανάστευση, κάθεται όλη μέρα με τους φίλους τους σε μια παθητική αποχαύνωση. Έχει αϋπνίες και όμως δεν θα πάει να δει κανένα γιατρό. Αντίθετα κάθεται στην βεράντα και ακούει ροκ στα παλιομοδίτικα ακουστικά του. Έχει χάσει την γυναίκα του και δεν αποφασίζει να την διεκδικήσει. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτός και η παρέα του δεν εναντιώνονται στους Κινέζους, που στην ουσία είναι αυτοί που έχουν κάνει κατάληψη στην γειτονιά, αλλά θαυμάζουν την εργατικότητα τους.

Ξαφνικά μια μέρα πέφτει η βόμβα που αλλάζει την ζωή του. Η μητέρα του παθαίνει εγκεφαλικό και πρέπει να την φροντίζει όλη μέρα. Το χειρότερο όμως είναι ότι θα αναγνωρίσει στον Αλβανό μπογιατζή της γειτονιάς τον χαμένο γιο της που άφησε στην Αλβανία επί Χότζα. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα αρχίσει να μιλά άπταιστα Αλβανικά, λες και είναι Αλβανίδα που η εθνική της ταυτότητα καταπιεζόταν.

Αυτή η παρεξήγηση δίνει μία καινούργια κατεύθυνση στην ταινία. Ο Σταύρος αντιδρά σε αυτήν την «συγγένεια», όπως αντιδρά στην δημιουργία του μνημείου «διαπολιτιστικής αλληλεγγύης», που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν για αυτόν. Όμως η «ανακάλυψη» της αλβανικής ρίζας του θέτει θέματα ταυτότητας και αλλάζει την χημεία της παρέας, μιας και θεωρούν ότι δεν δικαιούται να φωνάξει «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ».

Αντίθετα όμως με ότι θα περίμενε κανείς, ο Τσίτος έχει συμπάθεια και τρυφεράδα για τον ήρωα του και ποτέ δεν αρχίζει να κινεί το δάκτυλο στον ήρωα του σαν να κάνει κήρυγμα. Ούτε έχουμε αντιρατσιστικές κορώνες που έχουμε σε άλλες ελληνικές ταινίες με παρόμοιο θέμα. Δίνει βάθος στον ήρωα του, στο οποίο ο Καφετζόπουλος δίνει ουσία και σε σκηνές, όπως αυτή του Αλβανικού σκυλάδικου, μας κάνει να νοιώθουμε αλληλέγγυοι στον ήρωα του.

Εθνομηδενισμός δίχως λόγο

Έχουμε δηλαδή μια ταινία που προσπαθεί να σατιρίσει τους Έλληνες που δεν θέλουν μετανάστες στην Ελλάδα (δηλαδή το 84% του πληθυσμού), αλλά ο στόχος της δεν επιτυγχάνεται. Και αυτό γιατί η κωμωδία βασίζεται σε μια παρεξήγηση που τελικά αναιρείται. Και εκεί που περιμένεις να δηλώνει Έλληνας, στο τέλος ο Σταύρος δηλώνει Αλβανός. Πράγμα που τινάζει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την ταινία στον αέρα.

Η μάνα του ήρωα κάλλιστα θα μπορούσε να είναι Βορειοηπειρώτισσα, αλλά τέτοια πιθανότητα απορρίπτεται από τον σκηνοθέτη. Λες και ο Τσίτος χαίρεται να τινάζει στον αέρα την έννοια της νεοελληνικής ταυτότητας χωρίς λόγο. Υπ’ όψιν ότι η αρχική ιδέα ανήκει στον συνθέτη Νίκο Κυπουργό και ο αδελφός μετανάστης ήταν Τούρκος. Ιδέα που δεν φάνηκε και πολύ δυνατή στον Τσίτο. Έτσι ο Τούρκος έγινε Αλβανός «για να αποτελεί τον χειρότερο εφιάλτη του Ελληναρά» όπως έχει δηλώσει σε μια συνέντευξη. Αυτός όμως ο «Ελληναράς» (να μια ρατσιστική και υβριστική φράση) δεν έχει τα χαρακτηριστικά του οπαδού του ΛΑ.Ο.Σ., αλλά είναι ροκάς.

Αντίθετα, ο Καφετζόπουλος, που είναι και ο παραγωγός της ταινίας, ήταν πιο μετριοπαθής και στις συνεντεύξεις του αρνιόταν ότι η ταινία είναι αντιρατσιστική. Ότι καταγράφει και δεν καταγγέλλει. Ενδιαφέρον είναι ότι σε δηλώσεις του διαχωρίζει τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό, τον οποίο ταυτίζει με την περιφρόνηση προς τους άλλους λαούς. Δηλαδή τον μπερδεύει με τον σωβινισμό. Θεωρεί δε, ότι ο ήρωας του είναι προοδευτικός (ροκάς γαρ), που όμως έχει τον συντηρητισμό του, δηλαδή την «αλβανοφοβία» του. Λες και ροκ και συντηρητισμός δεν πάνε μαζί.

Αν θέλετε την γνώμη μας, έχουμε μια κωμωδία που μάλλον υπερβολικά τιμήθηκε στο Λορκάνο. Όμως είναι η ταινία που βάζει τον συμπαθητικό Αλβανό (όχι όμως και άγιο) δια της πλαγίας οδού. Μέχρι τώρα οι ήρωες αντιρατσιστικών ταινιών ήταν μετανάστες και οι ταινίες πήγαιναν άπατες. Αλλά η «Ακαδημία Πλάτωνος» θα πετύχει ακριβώς γιατί ο ήρωας είναι Έλληνας σε μια ελληνική κωμωδία και όχι σε βαρετό δράμα. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση βρήκε τον Δούρειο Ίππο για να αλώσει ταμεία και μυαλά. Καλώς ήλθατε στην σύγχρονη Βαβυλωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου