Ο συγκλονιστικός Θανάσης Βέγγος κηρύσσει την εθνική συμφιλίωση.
Ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη που χαλάει κόσμο αυτήν την στιγμή στις ελληνικές αίθουσες. Η «Ψυχή Βαθιά» μας μεταφέρει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας λίγο πριν το φινάλε του αδελφοκτόνου πολέμου στο Γράμμο και στο Βίτσι. Εκεί δύο αδέλφια, τσοπανόπουλα της περιοχής, υπηρετούν ως ανιχνευτές σε διαφορετικά στρατόπεδα και προσπαθούν να μην σκοτώσει ο ένας τον άλλο.
Θα πρέπει να το δηλώσουμε εξαρχής: Η στήλη είναι, παρ’ όλες τις ιδεολογικές διαφορές, θαυμαστής του σινεμά του Παντελή Βούλγαρη. Από την πρώτη του ταινία, το «Προξενιό της Άννας», μέχρι την τελευταία, τις πολυβραβευμένες «Νύφες», ο Βούλγαρης μας έχει δώσει ταινίες που είναι εμπνευσμένες, έχουν καλό σενάριο, αγαπούν τον θεατή και αποπνέουν Ελλάδα. Αντίθετα το σινεμά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και των μιμητών του αποπνέει Βόρεια Ευρώπη και μισεί την Ελλάδα, παρουσιάζοντας την «σκοτεινή, μίζερη, μικρόψυχη και βάρβαρη» (Γιάννης Σμαραγδής, «Ελληνική Αγωγή» τ. 123).
Πριν πέντε χρόνια είδαμε τις «Νύφες» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τις λατρέψαμε. Ειδικά την Βικτώρια Χαραλαμπίδου που ήταν συγκλονιστική στον ρόλο της Νίκης. Έτσι περιμέναμε με αγωνία την τελευταία του ταινία, ιδίως όταν έχει να κάνει με τον Εμφύλιο. Η «Ψυχή Βαθιά» είναι η πιο προσωπική του ταινία, μιας και η οικογένεια του στην διάρκεια των Δεκεμβριανών είχε νεκρούς και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Όπως έχει δηλώσει: «Από νέος ήθελα να κάνω μια ταινία γι’ αυτό το δύσκολο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας μας. Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αντιστοιχεί». Για δε τον Εμφύλιο δηλώνει: «Η εμφύλια αναμέτρηση είναι η πιο τραγική εκδοχή του πολέμου. Αφήνει για χρόνια ανοικτές πληγές». Για αυτό θέλησε να κάνει μια ταινία συμφιλίωσης, χωρίς κακούς. Μας μένει λοιπόν να δούμε αν το πέτυχε.
Βρισκόμαστε τις ημέρες του Γράμμου και του Βίτσι. Ο Ανέστης (Χρήστος Καρτέρης)είναι ένα 17χρονο τσοπανόπουλο που έχει αναλάβει να μεταφέρει τους στρατιώτες του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου στα μέρη του εχθρού χωρίς να γίνει αντιληπτός. Από την αρχή μαθαίνουμε ότι ο μικρότερος αδελφός του, ο 14χρονος Βλάσης είναι με τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού». Από τους δυο του γονείς, ο πατέρας του έχει σκοτωθεί από νάρκη, η δε μητέρα του Ζαχάρω είναι σε στρατόπεδο αμάχων. Συχνά ακούμε εκτός κάδρου την φωνή την μάνας τους όπου τους γράφει να προσέχουν ο ένας τον άλλο (ειδικά στον Ανέστη που είναι ο μεγαλύτερος). Είναι ολοφάνερο ότι η μητέρα των παιδιών εκπροσωπεί την Μάνα Ελλάδα που νοιάζεται για τα δυο της παιδιά χωρίς να ξέρει ότι πολεμούν μεταξύ τους.
Δίπλα στα δύο αδέλφια έχουμε μια μεγάλη γκάμα χαρακτήρων: τον καπετάν Ντούλα (Βαγγέλης Μουρίκιος), την πυροβολήτρια Γιαννούλα (Βικτώρια Χαραλαμπίδου), την 14χρονη αντάρτισσα Κούλα, τον Καλαματιανό του Εθνικού Στρατού. Αυτούς όλους τους χαρακτήρες, ο Βούλγαρης τους παρουσιάζει με τις καλές και κακές τους στιγμές. Έτσι ο Τριαντάφυλλος μπορεί να μισεί την Γιαννούλα ακόμα και νεκρή, όμως θα σεβασθεί την επιθυμία του μεγάλου του αντιπάλου Ντάλου να μην πεθάνει από σφαίρα του Εθνικού Στρατού. Η μόνη που μάλλον δεν έχει καλές πλευρές είναι η σκληρή Γιαννούλα. Μάλιστα σε μια στιγμή ευνουχίζει έναν αντίπαλο στρατιώτη. Αυτή η σκηνή μαζί με εκείνη του Θανάση Βέγγου που δεν θέλει εθνικές τιμές για τον εγγονό του γιατί «δεν είναι πόλεμος όταν Έλληνας τουφεκάει Έλληνα» πρέπει να είναι οι σκηνές που έκαναν το ΚΚΕ πυρ και μανία ενάντια στην ταινία. Να πούμε ότι ο Ριζοσπάστης θεώρησε ότι με αυτή του την ταινία ο Βούλγαρης «προσθέτει την δική του φωνή στα κηρύγματα της λαϊκής συμμόρφωσης και υποταγής». Ειδικά όταν δεν δείχνει «ποια δύναμη όπλιζε τους αντάρτες με τέτοιον αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία».
Όσο για τις σκηνές συμφιλίωσης, όπως η πρώτη συνάντηση των δύο αδελφών, είναι οι πιο δυνατές. Αποκορύφωμα της όλης ταινίας είναι η σκηνή όπου οι αντάρτες παγωμένοι και αδύναμοι μπαίνουν στην σκηνή των στρατιωτών και κάθονται δίπλα τους στην φωτιά και εκείνοι βγάζουν ότι έχουν στις τσέπες τους για να τους φιλέψουν. Και μόνο για αυτήν την σκηνή θα έπρεπε να είχε γυρισθεί η «Ψυχή Βαθιά».
Μην περιμένετε κακούς σε καμιά πλευρά. Για όλα φταίνε οι Αμερικάνοι που κάνουν πρεμιέρα στον Γράμμο για τις ναπάλμ και οι Σοβιετικοί που δεν έρχονται. Και όμως η ταινία παρ’ όλες τις προσπάθειες ρέπει προς τα αριστερά. Υπάρχει κάτι υπόγεια ηρωικό στην παρουσίαση των αριστερών που τινάζει την όλη προσπάθεια εξισορρόπησης. Ειδικά η επιλογή των προσώπων των ανταρτών τους κάνει πιο συμπαθείς. Για να μην μιλήσουμε για τον τίτλο που ήταν η πολεμική ιαχή του «Δημοκρατικού Στρατού», ενώ σε μια σκηνή η Γιαννούλα ξεφτιλίζει τον Τριαντάφυλλο. Πιστέψτε μας δεν θα θέλαμε σκηνές με κονσερβοκούτια, αλλά μια χωρίς φανφάρες ηθική δικαίωση του Εθνικού Στρατού που πολεμούσε για να μην γίνει η Μακεδονία Σλάβικη. Και ας υπήρχε και η αριστερή άποψη για εκείνη την περίοδο.
Από την άλλη βέβαια, οι δεξιοί δείχνονται πιο ευαίσθητοι. Ο στρατηγός που θα ήθελε να αποφευχθεί ο βομβαρδισμός με τις ναπάλμ (συμφωνούμε μαζί του). Ο Τριαντάφυλλος που προσπαθεί να σώσει τον Βλάση από το απόσπασμα. Τα τρόφιμα που αφήνει ο Ανέστης στον Βλάση και κρυφά στην Κούλα. Όλες αυτές οι σκηνές και πολλές άλλες γέρνουν την ζυγαριά προς τα δεξιά. Όμως παρόλη την προσπάθεια, εκείνο που μένει στο τέλος είναι ο ηρωισμός των ανταρτών και οι δεξιοί που τους απανθράκωσαν.
Εν κατακλείδι, έχουμε μια λυρική ανθρωποκεντρική ταινία με δυνατά συγκινησιακές σκηνές και μία διεθνούς επιπέδου διεύθυνση φωτογραφίας από τον Σίμωνα Σαρκετζή. Όμως του λείπει ένα πιο συμπαγές και δυνατό σενάριο και λίγο περισσότερο αντικειμενικότητα για να έχουμε το ελληνικό αντίστοιχο του «Ο Άνεμος κουνάει το Κριθάρι». Κρίμα, γιατί πολύ θα θέλαμε η «Ψυχή Βαθιά» να ήταν μια πραγματική ταινία συμφιλίωσης.
--------------------------------------------------------------------------------
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 31ης Οκτωβρίου 2009 της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου