«Πώς να εντοπίζεις το πρόβλημα και να μην βρίσκεις την λύση» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του αφιερώματος του περιοδικού «Άρδην» στο μεταναστευτικό. |
Σοβαρό προβληματισμό πρέπει να προκάλεσε στον κάθε καλόπιστο αναγνώστη το πρόσφατο αφιέρωμα του «Άρδην» για το μεταναστευτικό πρόβλημα της χώρας (τ. 77, Οκτώβριος - Νοέμβριος 2009). Και αυτό γιατί, ενώ το περιοδικό επισημαίνει σωστά τις παραμέτρους του προβλήματος, οι λύσεις που προτείνει αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, ημίμετρα. Ενδεικτική της αντίφασης που επικρατεί στο συγκεκριμένο αφιέρωμα είναι το γεγονός ότι στην ουσία το «Άρδην» καταλήγει να προτείνει αυτό που το ίδιο καταδικάζει!
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Σε άρθρο που εκφράζει την σύνταξη του περιοδικού (Ελληνικό έθνος και σύγχρονη μετανάστευση, σελ. 21-24) η επισήμανση των παραμέτρων του προβλήματος είναι σωστή. Πιο συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι:
- «Η μετανάστευση αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εθνικό ζήτημα της Ελλάδας σήμερα» (σελ. 21).
- Το πρόβλημα είναι ζήτημα πληθυσμιακών μεγεθών: «Αρκεί τα μεγέθη των ξένων πληθυσμών να μην είναι τέτοια που να αλλοιώνουν την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της χώρας» (σελ. 24).
- Η πολιτισμική διαφορά κάποιων μεταναστευτικών κοινοτήτων από τον γηγενή πληθυσμό καθιστά ανέφικτη την ενσωμάτωσή τους: «Η μαζική μετανάστευση, ιδιαίτερα πληθυσμών με μεγάλη πολιτισμική διαφορά από τους Έλληνες, που σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ενσωματωθούν – τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον» (σελ. 23).
- Η μετανάστευση από όμορες, αλλά και από μουσουλμανικές χώρες, περικλείει κινδύνους για την εθνική κυριαρχία και ασφάλεια: «Η μετανάστευση στην Ελλάδα πληθυσμών από τις γειτονικές χώρες με τις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν άλυτα ή ανεπούλωτα ακόμα ιστορικά ζητήματα – το μακεδονικό, η τουρκική επιθετικότητα και οι αλβανικές διεκδικήσεις στην Τσαμουριά – κινδυνεύουν να μεταβάλουν τους μετανάστες εργάτες από αυτές τις χώρες, ή ένα μέρος τους, σε μειονότητες, οι οποίες αύριο θα διεκδικήσουν μειονοτικά δικαιώματα. Επιπλέον, η ενίσχυση μουσουλμανικών πληθυσμών από την Αφρική και την Κεντρική Ασία, θα φέρει σύντομα αυτούς τους πληθυσμούς υπό την «προστασία» της Τουρκίας» (σελ. 23).
Όμως, παρά τον σωστό και πλήρη εντοπισμό των βασικών παραμέτρων του προβλήματος, η προτεινόμενη δέσμη λύσεων είναι ανεπαρκής και αντιφατική. Το «Άρδην» κάνει λόγο για «άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα» (σελ. 22), η οποία κατά τον κ. Ρακκά «δέχεται πολύ μεγαλύτερη πίεση από τα μεταναστευτικά ρεύματα απ’ ό,τι οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης» (σελ. 59). Οι παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό με την θέση του περιοδικού περί ορισμού ενός επιθυμητού αριθμού μεταναστών (δες παρακάτω), θα έπρεπε να οδηγήσουν και στον καθορισμό κάποιων κριτηρίων με βάση τα οποία θα επιλεγούν για να παραμείνουν στην χώρα μας οι καλύτεροι και χρησιμότεροι εκ των μεταναστών και εξ’ αυτών όσοι έχουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες ενσωμάτωσης. Δυστυχώς, αναφορά σε τέτοια κριτήρια δεν γίνεται σε κανένα σημείο του αφιερώματος.
Επιπλέον, ουδεμία αναφορά γίνεται και ουδεμία κριτική ασκείται στην πρακτική των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων την οποία ακολούθησαν διαδοχικές κυβερνήσεις κατά τα τελευταία 20 έτη και η οποία κατέστησε την χώρα μας ακόμα μεγαλύτερο πόλο έλξης παράνομων μεταναστών. Όμως, αν δεν υπογραμμισθεί εντόνως το λανθασμένο περιεχόμενο της πρακτικής των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων, δεν θα γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίον θα πρέπει να ληφθεί ειδική μέριμνα ώστε τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής να αντιστραφούν.
Τέλος, δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο του αφιερώματος το ότι η συντριπτική πλειονότητα των εκ των υστέρων νομιμοποιημένων μεταναστών στην χώρα μας έχουν άδεια παραμονής διετούς διάρκειας, η ανανέωση της οποίας είναι στην διακριτική ευχέρεια του κράτους αν και εφ’ όσον κρίνει ότι η παρουσία του κάθε συγκεκριμένου μετανάστη εξακολουθεί να είναι απαραίτητη και να πληροί κάποια κριτήρια. Επομένως, η μη-ανανέωση τέτοιων αδειών παραμονής δεν αποτελεί καταπάτηση κάποιου δικαιώματος του μετανάστη, αλλά μία άσκηση ενός δικαιώματος εκ μέρους του κράτους. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσε να υπάρχει και η παροχή κάποιου είδους οικονομικής αποζημίωσης.
Το «Άρδην» κάνει λόγο για:
- «Επιθυμητό αριθμό μεταναστών» και επισημαίνει ότι «πρέπει να οριστεί ένα συνολικό όριο στον αριθμό των μεταναστών» (σελ. 24).
- Ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων.
- Κατάργηση της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ.
- Φιλικότερη πολιτική απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες.
- «Επιστροφή των λαθρομεταναστών στις χώρες τους, με οικονομική ενίσχυση από το ελληνικό κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπορέσουν να ζήσουν εκεί» (σελ. 24).
- «Ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, σταδιακώς, και στον βαθμό που ολοκληρώνεται αυτή η ένταξη» (σελ. 24).
- Ισόρροπη κατανομή των μεταναστών στις διάφορες περιοχές της Αττικής και της υπόλοιπης χώρας με μόνη εξαίρεση για τις παραμεθόριες περιοχές όπου εκεί θα πρέπει να αποφευχθεί η συσσώρευση μεταναστών.
Τα τέσσερα πρώτα σημεία είναι ορθά και, εν πολλοίς, αυτονόητα. Ορθή είναι και η πρόταση που αναφέρουν στα άρθρα τους ο κ. Ντρίνιας και ο κ. Ρακκάς, περί λήψης μέτρων κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομους μετανάστες ή που καταπατούν τα εργασιακά δικαιώματα των μεταναστών. Οι θέσεις αυτές έχουν επανειλημμένως αναφερθεί κατά το παρελθόν και από άλλους μελετητές και σχολιαστές του μεταναστευτικού προβλήματος και, επομένως, δεν εισφέρουν κάτι το καινούργιο. Αξίζει να υπενθυμισθεί ότι το περιοδικό «Ρεσάλτο» έχει εδώ και χρόνια κάνει τεύχος-αφιέρωμα στο μεταναστευτικό (τ. 18 – Ιούνιος 2007), ενώ στις 29/10/2007 διοργάνωσε και σχετική ανοικτή συζήτηση.
Το πέμπτο σημείο ουσιαστικά ζητά την αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας καθώς απεμπολεί την βασική κύρωση κατά των παράνομων μεταναστών, την διοικητική απέλαση, και την αντικαθιστά με τον ... εθελούσιο επαναπατρισμό με οικονομική αποζημίωση! Και αν οι παράνομοι μετανάστες δεν ... επιθυμούν τον επαναπατρισμό τους ή αν διαφωνούν με το ύψος της προσφερόμενης οικονομικής ενίσχυσης, τότε τι θα γίνει; Ειλικρινέστερος, είναι ο κ. Ντρίνιας ο οποίος παραδέχεται στο άρθρο του ότι «το ζήτημα των επαναπροωθήσεων μπορεί να αντιμετωπισθεί σε μία εθελοντική-ανθρωπιστική βάση» (σελ. 46). Παρ’ όλ’ αυτά, είναι και ο μόνος που κάνει λόγο για απελάσεις μεταναστών τις οποίες όμως περιορίζει μόνο για περιπτώσεις βαριάς εγκληματικότητας, πρόκλησης εθνικού ή φυλετικού μίσους, αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας κλπ.
Το έκτο σημείο κάνει λόγο για σταδιακή ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία μας. Όμως, χωρίς τον ορισμό κριτηρίων επιλογής των μεταναστών που θα παραμείνουν στην χώρα μας, πώς γίνεται λόγος για ένταξη; Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι, όπως παραδέχεται ο κ. Ρακκάς, η Ελλάδα διαθέτει «μικρότερη δυνατότητα ενσωμάτωσης» (σελ. 59) σε σύγκριση με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης γίνεται αντιληπτή η κεφαλαιώδης σημασία αυτών των κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις παραμέτρους του προβλήματος, τις οποίες, όπως προαναφέραμε, έχει σωστά εντοπίσει το «Άρδην». Θα πρέπει δηλαδή να καλύπτουν τις όποιες ανάγκες της χώρας σε εργατικό δυναμικό καθώς και τις παραμέτρους της πολιτισμικής διαφοράς, της προέλευσης από όμορες χώρες και της προέλευσης από μουσουλμανικές χώρες ώστε εφαρμοζόμενα να οδηγήσουν στην μείωση του μεταναστευτικού πληθυσμού και στην επιλογή εκείνων των μεταναστών που θα έχουν ευκολότερη και καλύτερη ενσωμάτωση στην κοινωνία μας.
Το έβδομο σημείο ουσιαστικά αποτελεί πρόταση διασποράς των μεταναστών σε διάφορες περιοχές της Αττικής και της χώρας μας ώστε να αποφευχθεί η υπερσυγκέντρωση και η γκετοποίησή τους. Όμως, η πρόταση αυτή παραβλέπει τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αυτοί συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα και σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι κύριοι λόγοι αφορούν στην δυνατότητα που τους παρέχουν οι περιοχές αυτές να βρουν εργασία ή να αναπτύξουν κάποια παρασιτική ή εγκληματική δραστηριότητα και ταυτόχρονα να επωφεληθούν από τα άτυπα δίκτυα υποστήριξης που έχουν διαμορφωθεί από ομοεθνείς και ομοθρήσκους τους. Η διασπορά τους, λοιπόν, ανά την επικράτεια θα είναι ανώφελη καθώς εκείνοι με την πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψουν στις αρχικές περιοχές τους για τους προαναφερθέντες λόγους. Επιπλέον, στην Βρετανία όπου έγινε προσπάθεια διασποράς των μεταναστών στο παρελθόν, αυτή απέτυχε παταγωδώς λόγω του τεράστιου κόστους της και λόγω του ότι οι διασπαρέντες μετανάστες επανεισέρρεαν στα αστικά κέντρα.
Ανησυχητική είναι η σχετική πρόταση του κ. Ντρίνια ο οποίος κάνει λόγο για ισοκατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού εντός των πολεοδομικών συγκροτημάτων είτε μέσω παροχής κινήτρων στους ιδιοκτήτες ακινήτων ώστε να ενοικιάζουν στους μετανάστες, είτε ... «κανονιστικά» (!) (σελ. 47). Επιπλέον, θεωρεί ότι «δήμοι και κεντρική κυβέρνηση οφείλουν να υποχρεωθούν σε ευρείες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές παρεμβάσεις για την ανάπλαση των ήδη υποβαθμισμένων συνοικιών και την ανάπτυξη υποδομών και κοινόχρηστων χώρων, ενώ πρέπει να εξασφαλιστεί η καθημερινή αστυνόμευσή τους» (σελ. 47). Η θέση αυτή, εκτός του τεράστιου οικονομικού κόστους το οποίο θα έχει – και για το οποίο δεν γίνεται λόγος σε κανένα σημείο του αφιερώματος, ουσιαστικά προτείνει την κρατική επιβολή της συνύπαρξης Ελλήνων και αλλοδαπών σε όλες τις περιοχές! Κάτι τέτοιο είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις εκ μέρους των Ελλήνων και θα οξύνει τα αρνητικά αισθήματα των γηγενών προς τους μετανάστες.
Πάντως, δεν πρέπει να προκαλεί απορία το γιατί ο κ. Ντρίνιας δεν κάνει λόγο για αποτροπή της γκετοποίησης μέσω της μείωσης του αριθμού των ευρισκόμενων στην χώρα μεταναστών. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί καθώς είναι ένα «υπερπολύπλοκο» και «πλανητικής έκτασης» ζήτημα και ότι «το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η διαχείρισή του» (σελ. 44), σκοπός της οποίας είναι «να λειτουργήσει ανακουφιστικά» (σελ. 45). Κατ’ εκείνον εφικτή είναι μόνο «η συγκράτηση του αριθμού των μεταναστών» (σελ. 45).
Μάλιστα, κάποιες θέσεις του συγκεκριμένου αρθρογράφου θυμίζουν έντονα αντίστοιχες θέσεις του ... ΣΥΡΙΖΑ! Κατά τον κ. Ντρίνια «είναι απαραίτητη η απόδοση ταυτοποιητικών-νομιμοποιητικών εγγράφων για όλους και όλες. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι λαθραίος!» (σελ. 46), ενώ προτείνει και την «ανάπτυξη «ανοιχτών» και όχι «στρατοπεδικών» υποδομών στεγαστικής, υγειονομικής και επισιτιστικής μέριμνας» (σελ. 46).
Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο στο αφιέρωμα του «Άρδην» είναι ότι οι συντελεστές του περιοδικού τάσσονται κατά της πολυπολιτισμικότητας. Μάλιστα, ο κ. Ρακκάς ορθώς επισημαίνει ότι η πολυπολιτισμικότητα προβάλλεται «ως μία αναγκαία δημοκρατική, φιλελεύθερη μεταρρύθμιση των δομών του εθνικού κράτους, προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στην νέα πολυεθνική πραγματικότητα που διαμορφώνει η μετανάστευση» (σελ. 57). Προς επίρρωση των θέσεών του ο κ. Ρακκάς παραθέτει ένα απόσπασμα από άρθρο του καθηγητή Α.Λιάκου ο οποίος υποστηρίζει ότι η παρουσία μεταναστευτικών κοινοτήτων «απαιτεί γενναίες τροποποιήσεις του φαντασιακού συνανήκειν και, κυρίως, μία διαφορετική εννοιολόγηση του έθνους. Τώρα το έθνος χρειάζεται να εννοιολογηθεί εκ νέου, έτσι ώστε να επιτρέπει νέα, διαφοροποιημένα πολιτισμικά και σύνθετα συνανήκειν» (σελ. 57).
Γι’ αυτό είναι πραγματικά ανεξήγητο το ότι το ίδιο το «Άρδην» θέτει ως στόχο του τον ίδιο ακριβώς σκοπό που έχει και η πολυπολιτισμικότητα: την μετάλλαξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης και πολιτισμικής ταυτότητας! Όπως επισημαίνει το περιοδικό: «Διαφορετική ήταν η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων πριν το μεγάλο πρόσφατο μεταναστευτικό κύμα. Διαφορετική ήταν η εθνική συνείδηση και είναι βέβαιο πως πρέπει να αναζητηθεί μία νέα συνείδηση, μία νέα ταυτότητα, μία νέα αντίληψη για το έθνος μας, ως συνέπεια του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος» (σελ. 21). Ομοίως, ο κ. Ντρίνιας στο άρθρο του τονίζει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί «μία νέα «συνείδηση κοινωνίας» σαν ενοποιητικό και ταυτοποιητικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει προκύψει από την παρουσία των μεταναστών στην χώρα» (σελ. 45). Κατ’ αυτόν «ο στόχος είναι να επιτευχθεί μία νέα σύνθεση της παλαιάς πραγματικότητας με την διαλεκτική συνάντησή της με την μεταναστευτική πραγματικότητα» (σελ. 47), ενώ επισημαίνει ότι «ο πολιτισμός που δύναται να προκύψει μέσα από μία τέτοια διαδικασία δεν θα είναι ο προϋπάρχον, αλλά ούτε και μία «συρραφή» πολιτισμών» (σελ. 47).
Πώς μπορούν να εξηγηθούν αυτές οι αντιφατικές τοποθετήσεις αν όχι ως ενδείξεις σοβαρής σύγχυσης; Πώς συμβιβάζεται η στηλίτευση της πρότασης περί «διαφορετικής εννοιολόγησης του έθνους», την οποία κάνει ο υπέρμαχος της πολυπολιτισμικότητας Λιάκος, με την πρόταση για αναζήτηση νέας εθνικής συνείδησης και νέας πολιτισμικής ταυτότητας την οποία κάνει το αντιμαχόμενο την πολυπολιτισμικότητα «Άρδην»;
Κλείνοντας αυτήν την κριτική του αφιερώματος θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι οι συντελεστές του «Άρδην», ενώ έχουν μία σωστή αντίληψη των παραμέτρων του προβλήματος, προτείνουν την λήψη ημιμέτρων τα οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται σε ευσεβείς πόθους ή σε ελλιπή γνώση του θέματος. Όσον αφορά την πολυπολιτισμικότητα, φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί το πραγματικό περιεχόμενό της γι’ αυτό ενώ από την μία την καταγγέλλουν, από την άλλη θέτουν στόχους που οδηγούν στην «πολυπολιτισμικοποίηση» του έθνους μας.
* Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη» κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις «Πελασγός».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 45 (Δεκέμβριος 2009) του περιοδικού Ρεσάλτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου