Έκλεισαν στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα χρόνια από τον θάνατο του σκηνοθέτη Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999), ενός γίγαντα της χριστιανικής και ντοστογιεφσκικής Δεξιάς σύμφωνα με τον Αλαίν ντε Μπενουά, που όμως στην χώρα μας αγνοείται από τους παραδοσιακούς και χριστιανικούς κύκλους. Ας ρίξουμε μια ματιά στο έργο του.
Γεννημένος το 1901 στο Μπρόμοντ Λάμοθ της επαρχίας Πυί ντε Ντομ, ο Μπρεσόν γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους το 1934. Έκτοτε και για τα επόμενα 65 χρόνια, γύρισε μόνο 13 ταινίες. Γεγονός που δείχνει ότι δεν ενδιαφερόταν για την φήμη. Αντίθετα υπήρξε ένας μεγάλος κινηματογραφιστής, που αναζητούσε να κάνει τους θεατές των έργων του να «νοιώσουν την παρουσία του Θεού στην καθημερινή ζωή». Το δε ασκητικό, πνευματικό του στυλ, έχει επηρεάσει τους πάντες, από την νουβέλ βάνγκ στους αδελφούς Νταρντέν, και από τον Μάρτιν Σκορτσέζε στους Ταρκόφσκι και Κισλόφσκι.
Οι ταινίες του βασιζόταν σε έργα διασήμων συγγραφέων όπως ο Ντιντερό, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι και ο Μπερνανός, που φρόντιζε όμως να τα παρουσιάζει αγνώριστα. Σε μια προσπάθεια να αποκόψει τον κινηματογράφο από τις θεατρικές του ρίζες, χρησιμοποιούσε μη-επαγγελματίες ηθοποιούς, που τους έβαζε να γυρίζουν μία σκηνή ξανά και ξανά, μέχρι να αφαιρέσουν κάθε συναίσθημα από την ερμηνεία τους.
Οι περισσότερες από τις ταινίες του ήταν επηρεασμένες από τον Καθολικισμό του, αλλά καμιά σχέση δεν έχουν με τα ψευδοβιβλικά έπη του Χόλυγουντ. Αντίθετα, πρόκειται για αλληγορίες πάνω στην λύτρωση, την μεταμέλεια, την φύση της ανθρώπινης ψυχής και την μεταφυσική υπέρβαση ενός περιορισμένου κόσμου. Η δε εμπειρία του ως αιχμάλωτος πολέμου, τον έκανε να προτιμά ιστορίες όπου ο ήρωας υποφέρει σε ένα σκληρό κόσμο, άποψη του συνάδει και με την χριστιανική άποψη περί κόσμου.
Η ταινία που τον έκανε διάσημο ήταν το «Ημερολόγιο ενός εφημέριου» (Journal d’un cure de champagne, 1951), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καθολικού συγγραφέα Ζωρζ Μπερνανός. Διαπραγματεύεται την αποτυχία ενός νεαρού επαρχιακού εφημέριου να διδάξει και να σώσει το ένα ποίμνιο που βρίσκεται σε πνευματική παρακμή και τον περιφρονεί.
Προβλήματα υγείας τον επιβάλλουν να τρέφεται μόνο με ψωμί και κρασί (ένας ολοφάνερος χριστιανικός συμβολισμός) και τον εμποδίζουν να ασκεί τα καθήκοντα του. Ένας μεγαλύτερος ιερέας τον συμβουλεύει να είναι πιο πραγματιστής, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μόνη πνευματική νίκη του είναι η μεταστροφή μία κόμισσας που έμαθε να μισεί τον Θεό επειδή πέθανε ο γιος της. Αλλά το επόμενο πρωί η κόμισσα πεθαίνει και η κόρη της τον κατηγορεί για τον θάνατο της.
«Το ημερολόγιο ενός εφημέριου» είναι ένα χριστιανικό αριστούργημα μια ταινία πάνω στο πνευματικό νόημα των βασάνων στην ζωή, όπου ο νεαρός ιερέας πεθαίνει δηλώνοντας «όλα είναι Θεία Χάρις» και «ο Θεός δεν βασανίζει τον άνθρωπο» (η αγαπημένη ατάκα του Σκορτσέζε).
Η επόμενη ταινία του, «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» (Un Condamne a mort echappe, 1956) ήταν επηρεασμένο από την εμπειρία του ως μέλος της Αντίστασης και αιχμάλωτος πολέμου. Ο Φονταίν (που το όνομα του σημαίνει πηγή ζωής) είναι φυλακισμένος σε μια φυλακή της Γκεστάπο. Κάποια στιγμή αποφασίζει να δραπετεύσει, αλλά τότε ένας έφηβος έρχεται να συγκατοικήσει στο κελί του. Χωρίς να είναι σίγουρος αν είναι χαφιές της Γκεστάπο ή όχι, και έχοντας να διαλέξει ανάμεσα στο να τον σκοτώσει και στο να του εκμυστηρευτεί το σχέδιο του, διαλέγει το δεύτερο.
Όμως το «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» δεν είναι μια αντιστασιακή ταινία, αλλά μία μελέτη της Πίστης του ανθρώπου. Είναι ίσως η ταινία που είναι περισσότερο επηρεασμένη από Γιανσενισμό, μια αυστηρή Καθολική αίρεση, που πίστευε ότι η σωτηρία ή όχι του ανθρώπου είναι προκαθορισμένη. Μπορεί όμως ο άνθρωπος, μέσω των πράξεων του να αλλάξει και να σωθεί. Έτσι ο Φονταίν πρόκειται να εκτελεστεί, είναι δηλαδή καταδικασμένος. Όμως η απόφαση να ενεργήσει αυτόβουλα, τον οδηγεί στην Σωτηρία. Με άλλα λόγια, η φυλακή συμβολίζει την αμαρτία και η απόδραση την πνευματική αναγέννηση. Αυτές οι δύο ταινίες αποτελούν την καλύτερη εισαγωγή στο φιλμικό έργο του Ρομπέρ Μπρεσόν.
Το πιο γνωστό του όμως έργο στο ελληνικό κοινό είναι ο «Πορτοφολάς» (Pickpocket, 1956), μια αριστουργηματική μεταφορά του «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι στους δρόμους του Παρισιού. Ο Μισέλ (Μισέλ Λασάλ) είναι ένας επίδοξος πορτοφολάς και διανοούμενος, που θεωρεί ότι «μια ελίτ προικισμένων ατόμων δικαιούνται να ζουν πάνω από τον Νόμο». Με άλλα λόγια, έχουμε έναν νιτσεϊκό, ελιτιστή μηδενιστή που κλέβει γιατί θεωρεί τους άλλους κατώτερους και άξιους να τους κλέψει κανείς.
Όμως η συμπεριφορά του θα αλλάξει όταν ένας φίλος του εγκαταλείψει έγκυο την Ζαν, που φρόντιζε την άρρωστη μάνα του. Είναι δε στην φυλακή, που θα καταλάβει ότι η Ζαν είναι η ίδια η Θεία Χάρις. Ένα αντιμηδενιστικό αριστούργημα που σήμερα φαντάζει επίκαιρο όσο ποτέ.
Παράδοξα χριστιανικό είναι το «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (Αu Hasard Balthazar, 1966), που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός γαϊδάρου. Μια μεταφορά που παραπέμπει στην είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ενώ σαν Εκείνον, ο Μπαλταζάρ θα βρει ένα τέλος σαν «αμνός του Θεού». Πρώτη ιδιοκτήτρια του Μπαλταζάρ είναι η ντροπαλή και ευαίσθητη Μαρί (Άννα Βιεμένσκι), κόρη ενός «προοδευτικού» δασκάλου. Είναι αυτή που θα του δώσει το όνομα του για να συνεχίσει στα χέρια του ανήλικου εγκληματία Ζεράρ και άλλων σκληρών ιδιοκτητών. Όλοι οι ιδιοκτήτες εκπροσωπούν περισσότερο αμαρτίες, παρά είναι προσωπικότητες. Έτσι ο πατέρας της Μαρί εκπροσωπεί την πνευματική περηφάνια, ο μπακάλης και ο μυλωνάς την απληστία, και η Μαρί ενδίδει στον πειρασμό με τον Ζεράρ.
Στην ταινία ο Μπαλταζάρ εκπροσωπεί την αγνότητα, γι’ αυτό και οι άλλοι που δεν έχουν σχέση με αυτήν, βρίσκουν ευχαρίστηση στο να τον βασανίζουν. Όμως όλα αυτά τα αντέχει με χριστιανική καρτερικότητα. Ενώ σαν τον ίδιο τον Μπρεσόν, αντιπροσωπεύει τον παραδοσιακό, αντιμοντέρνο κόσμο. «Ο Μπαλταζάρ» είναι το προσωπικό του αριστούργημα του μεγάλου δημιουργού με τον ομώνυμο πρωταγωνιστή να είναι ο απόλυτος μπρεσονικός ήρωας.
Στο ίδιο κλίμα είναι και η «Μουσέτ» (Mouchette, 1967) όπου ο μόνος τρόπος που μία 14χρονη πιτσιρίκα έρχεται σε επαφή με τον κόσμο είναι η σκληρότητα και τέλος ο βιασμός. Όπως έχει εξηγήσει και ο ίδιος ο Μπρεσόν: «Η Μουσέτ βρίσκεται στους πολέμους, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες».
Στις τελευταίες ταινίες του Μπρεσόν, όπως το «Πιθανόν, ο Διάβολος» (Le Diable Probablent, 1977) και το «Χρήμα» (L’ Argent, 1983), ασχολήθηκε αποκλειστικά με την άθεη, μηδενιστική νεολαία του σήμερα. Το δεύτερο υπήρξε ένα ντοστογιεφσκικό αριστούργημα που ξεσήκωσε εναντίον του το «προοδευτικό» κοινό στο Φεστιβάλ Καννών. Σε αυτό δύο πλουσιόπαιδα που χρειάζονται περισσότερο χαρτζιλίκι, τυπώνουν πλαστό χρήμα, που αλλάζει χέρια και καταλήγει στον αθώο φορτηγατζή υγρών καυσίμων Υβόν που τιμωρείται άδικα. Και ενώ ο Υβόν ξεκινάει ως καρτερικός χριστιανός καταλήγει ένας νέος Ρασκόλνικωφ.
Όπως έγραφε και προς το τέλος της ζωής του: «Πιστεύω ότι σε όλον τον κόσμο, τα πράγματα έχουν πάρει λάθος δρόμο. Οι άνθρωποι γίνονται υλιστές και σκληροί. Σκληροί από τεμπελιά, αδιαφορία και εγωτισμό, επειδή σκέφτονται μόνο τους εαυτούς τους, και καθόλου ότι συμβαίνει γύρω τους, έτσι αφήνουν να μεγαλώσει κάθε τι άσχημο και ηλίθιο. Ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα. Το χρήμα έχει γίνει ο Θεός τους. Για πολλούς από αυτούς, ο Θεός δεν υπάρχει».
Με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του, είναι ευκαιρία να ανακαλύψουμε και εμείς ένα μεγάλο δημιουργό που έδωσε ένα βαθύτερο νόημα στον όρο «χριστιανικός κινηματογράφος».
Οι ταινίες του Ρομπέρ Μπρεσόν σε dvd της αμερικάνικης Criterion μπορούν να βρεθούν στο Uncut (Ομήρου και Ακαδημίας).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 24ης Δεκεμβρίου 2009 της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου