ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ


Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Εάλω η Πόλις






Λένε πως η ιστορία, ασχολείται με δυο κατηγορίες ανθρώπων, τους μάρτυρες και τους ήρωες. Μάρτυρες είναι αυτοί που υπομένουν τα όσα τους έχει γράψει η μοίρα, χωρίς να αντιδρούν, χωρίς να προσπαθούν να τα αποφύγουν. Ήρωες πάλι είναι όσοι αντιδρούν στα σχέδια του πεπρωμένου τους, γνωρίζουν τον κίνδυνο αλλά ενεργούν αντιμετωπίζοντάς τον, πιστοί στο καθήκον τους ή στον προσωπικό κώδικα τιμής. Υπάρχει μια ιστορική περίοδος, στην οποία, οι δύο αυτοί ρόλοι συμπλέκονται μεταξύ τους και δεν είναι εύκολος ο διαχωρισμός τους. Γιατί υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης το 1453, υπήρξαν και μάρτυρες και ήρωες. Μάρτυρες, γιατί ξέρανε πιο θα ήταν το τέλος τους και το υπέμειναν καρτερικά στις επάλξεις των τειχών. Ήρωες γιατί ήταν μονάχα εφτά χιλιάδες και τα έβαλαν με εκατόν πενήντα χιλιάδες εχθρούς, πιστοί στον όρκο που είχαν δώσει στον αυτοκράτορά τους, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Η τελευταία πολιορκία
Είναι ακόμα χειμώνας και η Κωνσταντίνου Πόλις, η πρωτεύουσα της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ετοιμάζεται για την μεγάλη, την τελευταία πολιορκία.
Απ' την παλιά αυτοκρατορία, που ξεκίναγε απ' τη Δύση και έφτανε μέχρι τα βάθη της Μεσοποταμίας, δεν έχουν απομείνει και πολλά πράγματα. Μερικά κάστρα γύρω απ' την πόλη και η Πελοπόννησος, σχεδόν αυτόνομη, με κεφαλή τον Μυστρά. Και η ίδια η Κωνσταντινούπολις δεν είναι πια η ίδια. Πολλές συνοικίες έρημες, καθώς μονάχα ογδόντα χιλιάδες ψυχές την κατοικούν. Τα λιμάνια άδεια, γιατί τα πλοία νιώθουν την απειλητική ανάσα του Τούρκου από όλες τις μεριές.
Τα παλάτια, τα αρχοντικά και οι πολλές, πάρα πολλές εκκλησίες μένουν, για να θυμίζουν κάτι απ' την παλιά αίγλη, κάτι από το μεγαλείο του παρελθόντος. Τα τείχη της, τα τριπλά τείχη που έχουν σταματήσει δεκάδες επιδρομείς μέχρι τώρα, βρίσκονται σε κακά χάλια. Αλλού γκρεμισμένα, αλλού πεσμένοι πύργοι, χορτάρια να φυτρώνουν στις πολεμίστρες. Αφρούρητα σχεδόν, κλείνουν μέσα τους την επιθανάτια αγωνία ενός κόσμου που φαίνεται να φεύγει με γοργούς ρυθμούς. Ότι ο σουλτάνος ετοιμάζεται για πόλεμο το ξέρουν όλοι.
Όλοι γνωρίζουν τις τεράστιες πολεμικές προετοιμασίες, τα καινούργια κανόνια, τις μπομπάρδες που θα είναι μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενο, τον ατελείωτο στόλο που θα φτάσει με τριακόσια πλοία, τα φουσάτα που μαζεύονται από κάθε γωνιά της Ανατολής αλλά αλίμονο, και απ' τους υπόδουλους χριστιανούς του σουλτάνου.
Πάνω από όλους όμως στέκουν οι γενίτσαροι, οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές που τους πήραν μικρούς απ' τις μανάδες τους και τους μεγαλώσαν στο στρατώνα για να ετοιμάζονται για την μεγάλη μάχη.
Ο εχθρός δεν κρύβει τις προπαρασκευές του, δείχνει τόσο σίγουρος με τη νίκη του, τόσο αλαζόνας από τη δύναμή του. Στη πόλη όλοι φοβούνται, μιλούν για το τέλος, το αναπόφευκτο τέλος, οι καλόγεροι γυρνούν στους δρόμους και ουρλιάζουν πως η Πόλη θα πληρώσει για τα κρίματά της, πως ο Χριστός γύρισε το κεφάλι του απ' την αμαρτωλή Πόλη και οι γυναίκες που τους ακούν πέφτουν στα γόνατα και προσεύχονται, προσεύχονται όλοι αδιάκοπα για να ξορκίσουν το κακό, για να διώξουν την μοίρα τους.
Πάνω απ' όλους αυτούς στέκει μονάχη η φιγούρα του Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα, του μοιραίου άρχοντα που στις πλάτες του έπεσαι αυτό το βάρος το ασήκωτο. Και αυτός προσεύχεται, προσεύχεται σιωπηλά και μόνος του, όχι για να ξορκίσει τα αμαρτήματά του, αλλά για να βρει δύναμη και κουράγιο για να τα μεταδώσει και στους άλλους. Όχι, ο Κωνσταντίνος είναι αποφασισμένος, θα πολεμήσει με κάθε μέσο, με ότι βρει, αλλά την Πόλη δεν θα την αφήσει χωρίς ηγεμόνα, ακόμα και στο τραγικό τέλος.
Ψάχνει να βρει στρατιώτες, Ρωμιοί είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να πολεμήσουν για τον τόπο τους, οι πολλοί κρύβονται στα μοναστήρια και οι άλλοι πίσω απ' τα χρήματά τους. Ούτε ξένοι θα έρθουν πολλοί, δεν έχει κέρδος αυτός ο πόλεμος και εξάλλου οι περισσότεροι δυτικοί βλέπουν χαιρέκακα το τέλος αυτής της πόλης που τόσο τους ταπείνωσε κατά το παρελθόν.
Αυτοί όμως που αποφάσισαν να αγωνιστούν, είναι αποφασισμένοι να δώσουν και τη ζωή τους, και αυτό είναι πιο σημαντικό και απ' τους αριθμούς καμιά φορά. Έλληνες οπλίτες από την Πόλη, εθελοντές απ' το Μυστρά, τοξότες από τη Χίο και την Κρήτη, κατάφρακτοι γενοβέζοι ιππότες και εμπειροπόλεμοι Βενετοί συνθέτουν τους πολεμιστές που συγκεντρώνει ο Παλαιολόγος.
Το ταμείο είναι άδειο και χρειάζονται χρήματα για τις επισκευές των τειχών, για πολεμοφόδια, για τροφές. Ο Κωνσταντίνος στέλνει τους στρατιώτες του στα μοναστήρια για να πάρουν τα χρυσά σκεύη, και οι μοναχοί τον καταριούνται, μαζί με όσους απ' τους αρχόντους τον αντιπολιτεύονται. Τον κατηγορούν ότι προσβάλει το Θεό και την πίστη τους και ότι προτιμάει τους παπικούς. Κρύβουν τα πλούτη τους για να τους πάρουν αργότερα, σφάζοντάς τους, οι Τούρκοι.
Με την σιδερένια του θέληση ο Αυτοκράτορας, κάνει θαύματα, οι προετοιμασίες παίρνουν μορφή και κάποιο θάρρος αναδύεται στις ψυχές των κατοίκων.
Έγινε πραγματικά ότι ήταν μπορετό να γίνει με αυτές τις συνθήκες. Έτσι όταν στις αρχές του Απρίλη, ο στρατός των Οθωμανών βρίσκεται, μπροστά στην Πόλη, στα κάστρα της ανεμίζουν περήφανα οι σημαίες με τον δικέφαλο αετό, προκλητικές και επικίνδυνες συνάμα.
Οι Τούρκοι αρχίζουν τον βομβαρδισμό με τις μπομπάρδες τους και οι υπερασπιστές απαντούν με ότι έχουν. Την πολιορκία θα την χαρακτηρίσει ένας τρομερός, ατέλειωτος θόρυβος, από τις εκρήξεις, το βουητό των κανονιών και τους θρήνους των λαβωμένων.
Το πρωί οι Τουρκοι γκρεμίζουν τα τείχη με τα όπλα τους, το βράδυ οι υπερασπιστές με όσους από τους κατοίκους έχουν κουράγιο να πλησιάσουν, τα επιδιορθώνουν.
Οι Τούρκοι επιχειρούν γιουρούσια, εκεί που κρίνουν ότι το τείχος είναι πιο αδύναμο και οι υπερασπιστές τους ρίχνουν πίσω, σπρώχνοντας την τάφρο μπροστά στο παρατείχιο με άψυχα κουφάρια. Οι Τούρκοι ορμούν με τα γυρτά σπαθιά τους για να στήσουν τις σκάλες πάνω στα τείχη, και οι Έλληνες από μέσα, τους ρίχνουν βέλη με τις τζάγρες τους, μολύβι με τις πρωτόγονες τουφάκες τους και όταν φτάνουν στο σώμα με σώμα, σπαθιά μπήγονται στις σάρκες των μογγόλων, απελατίκια συντρίβουν τα κεφάλια που πάνε να ανέβουν στις επάλξεις.
Όμως οι άντρες του αυτοκράτορα είναι λίγοι και με κάθε μάχη γίνονται και λιγότεροι. Ελπίδα δεν έχουν πια καμιά, αφού η χριστιανική δύση τους παράτησε μόνους. Μόνος σύμμαχός τους η αντρειοσύνη τους, το πείσμα τους θεριεύει μετά από κάθε αποτυχία του εχθρού και το παράδειγμα των αρχηγών τους, από τον Αυτοκράτορα μέχρι τον τελευταίο δρουγκάριο, πυρώνει τις καρδιές τους.

Η τελική επίθεση
Ο Απρίλης έχει φύγει πια και Μάης προχωράει στο γιόμα του, και όλες οι προσπάθειες των Τούρκων αποτυχαίνουν, οι επιθέσεις τους στα τείχη, τα καράβια τους που φλέγονται απ' το υγρό πυρ στη θάλασσα του Κερατίου, τα λαγούμια που σκάβουν, οι ξύλινοι πύργοι που στήνουν, όλα μάταια, χαμένα πάνε μπροστά στην αποκοτιά των λίγων απίστων που τους κλείνουν το δρόμο.
Ο Σουλτάνος στέλνει πρέσβεις στον Κωνσταντίνο και του προτείνει την ειρηνική αποχώρηση, με όλες τις τιμές, αυτών που θέλουν να φύγουν. Ο τελευταίος που υπογράφει σαν "Αυτοκράτωρ Ρωμαίων και Βασιλέας Ελλήνων", ποτισμένος από την ελληνική διδασκαλία του Πλήθωνα στα νιάτα του, του απαντάει αρνητικά.
Αρχίζουν οι τελευταίες ετοιμασίες. Η μεγάλη και τελική επίθεση των Οθωμανών πλησιάζει. Τα κανόνια τους χτυπούν μανιασμένα τις επάλξεις, προσπαθώντας να ανοίξουν το ρήγμα απ' όπου θα μπουν τα αλαλάζοντα στίφη της Ανατολής, για να σκοτώσουν, να βιάσουν, να καταστρέψουν κάθε ίχνος πολιτισμού Βυζαντινού. Ο Σουλτάνος τους έχει υποσχεθεί τρεις μέρες σφαγής και πλιάτσικου για όσους πατήσουν στην Πόλη και οι δερβίσηδες υπόσχονται ουρί του παραδείσου για όσους πεθάνουν στην προσπάθεια.
Οι υπερασπιστές, μεταλαμβάνουν και περιμένουν την τελική μάχη, είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την πατρίδα τους, για την Πίστη και τον Αυτοκράτορά τους, για την υστεροφημία που θα λέει πως τόσοι λίγοι, τα έβαλαν με τόσους πολλούς.
Έχει πέσει η νύχτα της 28ης Μαΐου και στο τούρκικο στρατόπεδο τα πολεμικά ταμπούρλα χτυπούν μανιασμένα, στον αχό τους, ενώνονται και οι κραυγές από χιλιάδες λαρύγγια που ουρλιάζουν για να δώσουν θάρρος ο ένας στον άλλο. Ξαφνικά όλα σταματούν κι μια σιωπή απλώνεται παντού, πιο θανατερή και τρομερή από το βουητό των τελευταίων εβδομάδων.

Λίγο πριν το τέλος
Το πρώτο κύμα των Τούρκων ξεκινάει την επίθεσή του. Είναι οι άτακτοι που τους στέλνουν τροφή στα κανόνια για να στερεώσουν τις πολιορκητικές σκάλες. Πίσω τους, ακολουθούν και άλλα ατέλειωτα κύματα στρατιωτών που όλοι θέλουν να είναι οι πρώτοι που θα μπουν στην πόλη των ρωμιών.
Και όμως, σαν τα κύματα της θάλασσας που σπάνε στους βράχους, έτσι και οι Τούρκοι αφήνουν τα κουφάρια τους, μπροστά στη Βασιλεύουσα. Η αντίσταση των Βυζαντινών δεν σπάει και χιλιάδες εχθρών βρίσκουν τον θάνατο. Όσοι ακολουθούν, πρέπει να σκαρφαλώνουν σε βουνά από πτώματα, που τους έχει μείνει ορθάνοιχτο το στόμα απ' όταν τους βρήκε ο θάνατος.
Η μέρα αρχίζει να ξημερώνει και ελπίδες τρελές γεννιούνται στους υπερασπιστές. Οι πολεμιστές, οι άμαχοι, ο Αυτοκράτωρ ελπίζουν, ελπίζουν στη φονική ικανότητα των σπαθιών τους και στο θάρρος των ψυχών τους.
Όμως αλίμονο, ξαφνικά σε έναν απομακρυσμένο πύργο κυματίζει η σημαία με την καταραμένη ημισέληνο. Κάποιοι Τούρκοι μπήκαν από μια μικρή πόρτα, που θα μείνει αφρούρητη, την Κερκόπορτα. Και οι άλλοι που τους ακολουθούν και σαν τις ύαινες, χτυπούν από πίσω τους πολεμιστές στις επάλξεις, και οι άλλοι έρχονται και χύνονται μέσα στην πόλη όπου οι πρώτες κραυγές της σφαγής που αρχίζει, ακούγονται.
Οργανωμένη αντίσταση πια, δεν υπάρχει, λίγοι Βυζαντινοί εξακολουθούν να αγωνίζονται σε απομονωμένους θύλακες, ένας εναντίον είκοσι, τριάντα Τούρκων. Άλλοι προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο, πολεμώντας ανάμεσα στις ορδές του εχθρού, και να φτάσουν στη θάλασσα. Παντού χαλασμός, παντού σφαγή και κραυγές σκοτωμένων. Είναι το τέλος.
Ο τελευταίος Παλαιολόγος ρίχνεται με το άλογό του μέσα στην ανθρωποθάλασσα του εχθρού, λίγοι ζωντανοί πιστοί του, προσπαθούν να τον φτάσουν, σκοτώνοντας και πεθαίνοντας οι ίδιοι. Είναι το τέλος. Πήραν την Πόλη! Και οι δικέφαλοι αετοί πέταξαν μακριά με ποτισμένα από αίμα εχθρών νύχια.
Πήραν την Πόλη! Και οι άγγελοι της Αγιάς Σοφιάς πετούν μακριά απ' τη νίκη των απίστων.
Πήραν την Πόλη! Και γυναίκες, παιδιά και γέροι γεμίζουν τα λιθόστρωτα δρομάκια με τις ξεσκισμένες σάρκες τους.
Πήραν την Πόλη! Και οι ήρωες πολεμιστές της, οι τουρμάρχες οι κόμητες, οι κατάφρακτοι και οι απλοί τοξότες, ξεκουράζονται αγναντεύοντας από τα γυάλινα μάτια τους, τα κορμιά των εχθρών που σκότωσαν. Είναι το τέλος!

Δημήτρης Ζαφειρόπουλος


Σχολιο: Δεν ξεχνω θα εκδικηθω...

Και μην ξεχνατε Ελληνες πρωτευουσα της Ελλαδος η Κωνσταντινουπολις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου