του Γιώργου Πισσαλίδη |
|
|
Σε μία περίοδο που ο πολύς κόσμος συρρέει για να δει το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό σκουπίδι του Ταραντίνο, εμείς αντιπροτείνουμε «Το Χρήμα» του Ρομπέρ Μπρεσόν, ένα αριστούργημα της ντοστογιεφσκικής Δεξιάς κατά τον Αλαίν ντε Μπενουά, για την κίβδηλη και φθοροποιό φύση του χρήματος. Μία ταινία που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1983 και που προβάλλεται ξανά στους κινηματογράφους.
Γεννημένος το 1901, ο Γάλλος Ρομπέρ Μπρεσόν υπήρξε διάσημος για την πνευματικότητα και ασκητικότητα του κινηματογραφικού του στυλ. Οι ταινίες του όπως «Το Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Ιερέα», «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε», «Στην τύχη ο Μπαλτάζαρ», «Ο Πορτοφολάς» και «Μουσέτ» διαπραγματεύονται τα θέματα της αμαρτίας, της μεταμέλειας, της λύτρωσης. Ενώ αποκαλύπτουν την σκοτεινή αλλά και πράα φύση της ανθρώπινης ψυχής. Επίσης το σινεμά του είναι υπερβατικό δείχνοντας και ξεπερνώντας τα όρια του υλικού κόσμου. Για παράδειγμα το «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» μιλά για την απόδραση από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, αλλά μπορεί να διαβαστεί και ως πορεία προς την Σωτηρία.
Ο Μπρεσόν θεωρείται μάλιστα ο απόλυτος θεολόγος του κινηματογράφου, σε σημείο που ακόμα και αριστεροί κριτικοί, όπως ο Γκοντάρ στα «Καριέ ντε Σίνεμα» η ο δικός μας Ραφαηλίδης, δεν τολμούσαν να αναλύσουν το έργο του χωρίς αναφορά στον Καθολικισμό του που επηρέαζε την φόρμα και το περιεχόμενο του. Όμως ο Μπρεσόν δεν είναι στο ελάχιστο διδακτικός. Ενώ το πνευματικό και μινιμαλιστικό του στυλ επηρέασε τους πάντες: από την νουβέλ βαγκ στους αδελφούς Νταρντέν, και από τον Ταρκόφσκι στον Πωλ Σρέηντερ («Μισίμα») και τον Σκορτσέζε. Τέλος οι ταινίες του φιγουράρουν στην Κινηματογραφική Λίστα του Βατικανού και στο αφιέρωμα του περιοδικού Elements του Μπενουά για την δεξιά κουλτούρα, και συγκεκριμένα στην Χριστιανική Δεξιά.
Βασισμένο στο «Κίβδηλο Νόμισμα» του Τολστόι, η ταινία ξεκινάει με τον Ντεμπρότ, που μάταια ζητά από τους γονείς του παραπάνω χαρτζιλίκι για να ξεχρεώσει ένα χρέος του, θα βρει τον «σωτήρα» του στον φίλο του, Μαρτιάλ, που έχει φτιάξει ένα πλαστό νόμισμα των 500 φράγκων. Ο Μαρτιάλ θα τον πείσει να χρησιμοποιήσει αυτό το νόμισμα για να πληρώσει το χρέος του και θα περάσει το πλαστό 500φραγκο σε ένα φωτογραφείο, ξεγελώντας την γυναίκα του φωτογράφου. Όταν αργότερα επιστρέψει ο φωτογράφος θα καταλάβει την απάτη, αλλά αντί να καταγγείλει την πράξη, προτιμά να βγάλει το νόμισμα στην κυκλοφορία για να κρύψει το λάθος του. Έτσι αρχίζει ένας φαύλος κύκλος πλαστού χρήματος που περνάει από χέρι σε χέρι για να την πληρώσει ένας αθώος, ο Υβόν Ταρέζ, διανομέας υγρών καυσίμων.
Με την απόφαση του να κυκλοφορήσει το πλαστό νόμισμα στην αγορά, ο φωτογράφος αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη απέναντι στην κοινωνία. Αυτή η άρνηση ευθύνης χαρακτηρίζει και την οικογένεια του Νταμπότ. Όταν η γυναίκα του φωτογράφου επισκεφθεί το σχολείο της περιοχής και καταλάβει ότι ο Νταμπότ είναι εκείνος που την ξεγέλασε, η μητέρα του θα τον συμβουλέψει να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη και να μην πει τίποτα στον πατέρα του. Ενώ θα δώσει ένα δώσει ένα δώρο στην γυναίκα του φωτογράφου για να μην «λερωθεί» το όνομα του γιου της. Όμως το «Χρήμα» δεν είναι μια αντι-αστική ταινία. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Μπρεσόν είναι «μια ταινία για την πνευματική αδιαφορία, όπου οι άνθρωποι να νοιάζονται μόνο για τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους. Αυτό δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο των αστών, αλλά το βρίσκεις και σε άλλες τάξεις. Δεν πρόκειται για εν φύσει κακούς ανθρώπους, αλλά οι πράξεις τους έχουν ηθικά κακές συνέπειες».
Μια κακή συνέπεια είναι ότι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το ένα μικρό ψέμα οδηγεί σε μεγαλύτερο κακό. Έτσι ο φωτογράφος επιβραβεύει τον υπάλληλο του, Λουσιέν για το ψέμα του σε βάρος του Υβόν για να μην μαθευτεί η ιστορία για το πλαστό χαρτονόμισμα. Με δεδομένη την ανομία, ο τελευταίος όταν απολύεται εξαιτίας μιας απάτης, λέει στο πρώην αφεντικό του: «Νόμιζα ότι σαν ανήθικοι άνθρωποι θα τα βρίσκαμε».
Από την άλλη, ο Υβόν δέχεται με χριστιανική καρτερία την φυλάκιση και στην ουσία δεν δέχεται ότι είναι ένοχος. Έχει όμως αρχίσει να αμφισβητεί αν η ρήση του Θεού «θα κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου», ισχύει στην σημερινή κοινωνία. Έτσι με την αποφυλάκιση του περνά τα όρια διαπράττοντας παρανομίες, που τον στέλνουν από φυλακή σε φυλακή. Με άλλα λόγια ο Υβόν έχει πέσει θύμα του χρήματος, του «ορατού θεού» όπως αποκαλείται στην ταινία. Αλλά και για αυτό ψεύτικου, δηλαδή διαβολικού. Με άλλα λόγια ο Υβόν έχει καταληφθεί από το χρήμα-διάβολο. Είναι ένας «δαιμονισμένος», τόσο με την χριστιανική, όσο και με την ντοστογιεφσκική έννοια.
Η καριέρα του Λουσιέν ως σύγχρονου Ρομπέρτ των Δασών τον κάνει να δηλώνει: «Θα γίνω καλός όταν γίνω πλούσιος». Ενώ στο δικαστήριο δηλώνει: «Δεν έχω ενοχές γιατί δεν σκότωσα κανένα». Αυτή η εγκληματική αλαζονεία φέρνει στον νου τον Μισέλ του «Πορτοφολα», ένα νιτσεϊκό κλέφτη που θυμίζει και αυτός ήρωα του Ντοστογιέφσκι.
Κάποια στιγμή ο Υβόν και ο Λουσιέν θα βρεθούν στην ίδια φυλακή και ο δεύτερος θα προσπαθήσει να επανορθώσει το λάθος του και θα προτείνει να δραπετεύσουν μαζί. Εκεί ακολουθεί η κάτωθι στιχομυθία:
- Θα προτιμούσα να σε σκοτώσω παρά να έρθω μαζί σου.
- Κανένας μας δεν είναι φονιάς, δεν έχουμε βάρος στην συνείδηση μας.
- Έχεις εμένα βάρος στην συνείδηση σου.
θυμίζοντας ότι μερικές αδικίες δεν επανορθώνονται.
Μπορεί ο Υβόν να δηλώνει ότι δεν μπορεί να πληγώσει κάποιον, αλλά η απόπειρα επίθεσης με μία κουτάλα στην φυλακή θα είναι το προοίμιο στον φόνο. Όμως όπως λέει και ένας φύλακας: «Αυτός που δεν έχει σκοτώσει, είναι πιο επικίνδυνος από ένα δολοφόνο». Πράγματι ο Υβόν θα διαπράξει δύο φονικά, σε ένα ξενοδοχείο και μια φάρμα με ένα τρόπο που θυμίζει Ρασκόλνικωφ. Είναι δηλαδή περήφανος για το έγκλημα του, ενώ σκοτώνει και το μόνο άτομο που τον λυπήθηκε και τον φίλεψε, μία ηλικιωμένη κυρία. Αυτή η κυρία είναι η προσωποποίηση της χριστιανικής καρτερικότητας, την οποία ο άθεος πλέον Υβόν ειρωνεύεται: «Περιμένετε κανένα θαύμα;» Ίσως το μόνο θαύμα που συμβαίνει είναι ότι ο Υβόν είναι το μόνο άτομο στην ταινία που αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων του με ένα τρόπο που θυμίζει το τέλος του «Εγκλήματος και Τιμωρίας». Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που το «Χρήμα» είναι βασισμένο χαλαρά σε διήγημα του Τολστόι, στην πραγματικότητα είναι περισσότερο εμπνευσμένο από τον Ντοστογιέφσκι. Για αυτό και ο Μπενουά τοποθετεί το «Χρήμα», αλλά και τον «Πορτοφολά», στην ντοστογιεφσκική Δεξιά.
Ως σκηνοθέτης, ο Ρομπέρ Μπρεσόν υπαινίσσεται τα δύο φονικά και με το μινιμαλιστικό του στυλ κάνει τα εγκλήματα πιο απεχθή στον θεατή. Αυτό βέβαια τον θέτει σε αντίθεση με σύγχρονους του σκηνοθέτες, όπως ο Σαμ Πέκινπα και πιο πρόσφατα, ο Ταραντίνο που έγιναν διάσημοι για την στυλιζαρισμένη τους βία. Αυτός είναι ο λόγος, που μαζί με το πνευματικό του στυλ, του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας για το «Χρήμα» στο Φεστιβάλ Καννών του 1983. Βραβείο που μοιράστηκε με την «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι. Ο απόλυτος Καθολικός και ο απόλυτος Ορθόδοξος σκηνοθέτης μαζί!
Όμως γιουχαΐστηκε από το κοινό του Φεστιβάλ που θεώρησε την ταινία και τον ίδιο τον σκηνοθέτη ξεπερασμένα. Όχι μόνο για την άρνηση απεικόνισης της βίας, αλλά και γιατί θεωρούσε την κοινωνική αδικία, ηθικό και όχι πολιτικό πρόβλημα. Μόνο ο Φρανσουά Τρυφώ τον υπερασπίστηκε από τους συναδέλφους του. Όμως σήμερα θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες του Μπρεσόν, ενώ ξέρουμε ότι έχει επηρεάσει την φιλμογραφία των αδελφών Νταρντέν («Ροζέττα», «Το Παιδί» και «Η Σιωπή της Λόρνα»), δύο αγαπημένων του Φεστιβάλ Καννών.
Αναζητήστε αυτήν την ριγμένη από το σύστημα διανομής ταινία, που είναι ένα πνευματικό αντίδοτο στην βλακεία και παρακμή του σημερινού κινηματογράφου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου 2009 της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου